ὀρθογραφίας

ὀρθογραφίας
ὀρθογραφίᾱς , ὀρθογραφία
orthography
fem acc pl
ὀρθογραφίᾱς , ὀρθογραφία
orthography
fem gen sg (attic doric aeolic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • δυσορθογραφία — Είδος διαταραχής που παρουσιάζεται κατά την εξάσκηση της ορθογραφίας. Εκδηλώνεται με τη σύγχυση γραμμάτων που μοιάζουν οπτικά (ν και υ) ή στην προφορά τους (β και φ). Η δ. παρατηρείται κυρίως σε παιδιά και οφείλεται μάλλον σε συγκινησιακές… …   Dictionary of Greek

  • κονταίνω — και κοντένω (Μ κονταίνω) 1. (μτβ.) α) κάνω κάτι πιο κοντό, βραχύνω («πρέπει να κοντύνεις το παντελόνι σου, γιατί τό πατάς») β) λιγοστεύω ή περιορίζω κάτι 2. (αμτβ.) α) γίνομαι πιο κοντός («έπλυνα την μπλούζα και κόντυνε») β) λιγοστεύω, μειώνομαι… …   Dictionary of Greek

  • Jean Charax — (en grec Ίωάννης Χάραξ) est un grammairien grec de l époque byzantine. Il n est pas antérieur à la seconde moitié du VIe siècle car il cite deux fois Jean Philopon ; il est antérieur à Georges Choiroboscos, qui le cite quatre fois dans… …   Wikipédia en Français

  • φωνητικός — ή, ό / φωνητικός, ή, όν, ΝΜΑ [φωνῶ] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη φωνή ή αυτός που συντελείται με τη φωνή (α. «φωνητική μουσική» μουσική που εκτελείται χωρίς τη συνοδεία μουσικών οργάνων β. «φωνητικὸν μέρος τῆς ψυχῆς», Πλούτ.) νεοελλ. 1. (για …   Dictionary of Greek

  • φωνολογικός — ή, ό, Ν [φωνολογία] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη φωνολογία 2. φρ. α) «φωνολογικό σύστημα» γλωσσ. σύστημα που απαρτίζεται από φωνήματα, από μεμονωμένους φθόγγους ή από ομάδες φθόγγων μιας γλώσσας, η παρουσία ή η απουσία τών οποίων σε… …   Dictionary of Greek

  • χάραξ — Όνομα αρχαίων Ελλήνων λογίων. 1. Φιλόσοφος και ιστορικός από την Πέργαμο, που έζησε την εποχή του Νέρωνα. Έγραψε Ελληνικά, δηλαδή ελληνική ιστορία από τους μυθικούς χρόνους, από την οποία δεν σώθηκαν παρά μόνο αποσπάσματα. 2. Γραμματικός του 6ου… …   Dictionary of Greek

  • Βιτορίνο ντα Φέλτρε — (Vittorino da Feltre,Φέλτρε 1378 – Μάντοβα 1446). Φιλολογικό ψευδώνυμο του Ιταλού παιδαγωγού και ουμανιστή Βιτορίνο Ραμπολντίνι (Vittorino Ramboldini). Καθηγητής της ρητορικής στην Πάντοβα το 1421, παραιτήθηκε μετά από έναν χρόνο, για να ιδρύσει… …   Dictionary of Greek

  • Γιαννόλας, Βλάσης — (Κέρκυρα 1877 – Κάιρο 1922). Γιατρός και λόγιος. Σπούδασε βιολογία και ιατρική στο Λονδίνο, στο Βερολίνο και στην Πάντοβα. Στο Κάιρο εγκαταστάθηκε το 1900, όπου κυκλοφόρησε το 1921 και το μοναδικό γραπτό έργο του Ευθύνη και ελευθερία. Στο βιβλίο… …   Dictionary of Greek

  • Έλις, Αλεξάντερ Τζoν — (Alexander John Ellis, Κόξτον 1814 – Λονδίνο 1890). Άγγλος μαθηματικός και φιλόλογος. Σπούδασε μαθηματικά και φιλολογία στο πανεπιστήμιο του Κέιμπριτζ και αρχικά έγινε γνωστός από τις αξιόλογες διατριβές του στα μαθηματικά. Ωστόσο, σύντομα… …   Dictionary of Greek

  • Ηρωδιανός — Όνομα ιστορικών προσώπων. 1. Δάσκαλος της ρητορικής (2ος αι. π.Χ.). Ήταν συγγραφέας της πραγματείας Περί σχημάτων. Το έργο εκδόθηκε από τον Σπένγκελ στη συλλογή Έλληνες ρήτορες, χωρισμένο σε τρία άνισα μέρη. Στο πρώτο γίνεται λόγος για τα εν… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”